- προμηθικῶς
- προμηθικῶςshrewdlyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμηθικώς — Α επίρρ. 1. προσεκτικά, φρόνιμα 2. κατά τρόπο ευφυή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *προμηθικός (< Προμηθεύς)] … Dictionary of Greek